-
1 ἐπί-τροπος
ἐπί-τροπος, hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
-
2 ἐπίτροπος
A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei,τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108
;τῶν οἰκίων Id.3.63
: abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph.,τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht. 165a
.2 = Lat. procurator,Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20
, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.);ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1
;τῶν μετάλλων OG1678.5
(Egypt, ii A.D.), etc.4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.).II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.;ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42
: abs., Pl.Lg. 924b, etc.;ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2
;καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18
(ii A.D.): metaph., guardian, protector,θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτροπος
См. также в других словарях:
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek